2 Μαρ 2013

Το καπέλο


   
Δεν ήταν τραγιάσκα, ούτε καβουράκι, ένα κασκέτο καρό υφασμάτινο, πoλυκαιρισμένο, λιγδιασμένο, που δεν το έβγαζε ποτέ παρά μόνο στην εκκλησία και όταν συναντούσε αρχόντους και νοικοκυραίους. “Τα σέβη μου”, η μόνιμη επωδός του, η φράση που με τον καιρό υιοθέτησε, η μοναδική που του εξασφάλιζε τη στιγμιαία προσοχή τους. Το έπιανε απ' το γείσο, το κατέβαζε ως στο στήθος με μια ελαφρά υπόκλιση, “τα σέβη μου”, και περίμενε να απομακρυνθούν μερικά μέτρα για να το ξαναφορέσει.
Στην αίθουσα αναμονής του υπουργείου το κρατούσε ανάμεσα στα πόδια του και το έκρυβε στη μασχάλη του κάθε φορά που η γραμματέας τον καλούσε για να τον ενημερώσει πως ο Υπουργός ήταν σε σύσκεψη. Το πετούσε στον αέρα μόνο όταν έβαζε γκολ η Θύελλα και στις διαδηλώσεις με το Συνδικάτο, “για σένα δεν περίσσεψε κόκκινη σημαία, μπορείς ν' ανεμίζεις το καπέλο σου”. 

Το καπέλο πλέει κάτω απ' τη γέφυρα. Το χέρι του σφηνωμένο στο στηθόδεσμο της μαργαρίτας. Κάπου κοντά θα είναι κι ο παράδεισος.